Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Λίγα λόγια ξέμπαρκα που ποτέ δε ξεχνώ...

Λίγα λόγια ξέμπαρκα που ποτέ δε ξεχνώ...


7 Φεβρουαρίου 2006

Δυο λογάκια να τα μπαρκάρεις τη νύχτα και να δώσεις τις δικές σου, εντελώς δικές σου απαντήσεις, πέρα απ' το χρόνο, πέρα απ' το εδώ και το τώρα, πέρα από το σένα και από μένα..
Έχω τόσα να σου πω... Κι είναι απαίσιο το μέρος εδώ... παγερό κι απάνθρωπο. Αλλοιώνει κι αφήνει τα πάντα ξερά κι αχρωμάτιστα. Δε ξέρω αν αξίζει και πόσο να σου ταξιδεύω χλωμά γράμματα στη σειρά. Ο μόνος λόγος που το κάνω είναι για να τα χρωματίσεις μέσα σου κι ίσως μια ευτυχή στιγμή κάποια απ' αυτά να ανακληθούν.. να φανούν χρήσιμα, ν' αποκτήσουν πνοή και σημασία καθώς τ' αρθρώνεις, ή απλά τα σκέφτεσαι.


Όσα ειπωθήκανε δεν είναι λόγια για να λέγονται
σ' αυτούς που ξέρουν και δε ξέρουν.
Ποιό κύμα, ποιό ποτάμι, κατεβάζοντας
μνήμες ορμές κι επιθυμίες,
ποιος χρόνος ανυπόστατος κρύβεται πίσω από τα λόγια .
Πώς θα περάσουμε από το σκοτάδι του αίματος
Είναι ένα δάσος το αίμα.
Πώς θα συμβιβαστούμε, πώς θα χτίσουμε
το ωραίο ταξίδι με τις άμμους που σαλεύουν
και φεύγουνε κάθε πρωί. Το ξέρω η θάλασσα
μας δίνει φως, η θάλασσα επιβάλλει τη γαλήνη
θυμίζοντας ένα κορμί στα βράχια
ή εκείνο τον παράδρομο στα χώματα της νύχτας.
Όσα ειπωθήκανε μια μέρα θα τα ξαναπούμε
θα ξαναβρούμε τάχα τα φτερά
εκείνου του πουλιού στα βράχια;

-*-*-*-*-*-*
Τί γύρευες τόσο ψηλά στον ουρανό
Κι ανέβαινα χιλιάδες άστρα να σε συναντήσω;
Από τους ώμους μου είχαν φύγει τα φτερά.
Τα ' καψε ο ήλιος του μεσημεριού.
Πονούσε το κορμί μου κι όταν σ' αγγιζα γεννούσε νύχτες.
Πρωί αέρινο
και μήτε ν ' ανασάνω μήτε να μιλήσω μ' άφηνες.
Ανέβαινα χλωμός απ' την μεγάλη Άρκτο.
Δίπλα στο Σείριο τα μαλλιά σου μύριζαν
φύκια της θάλασσας αρμύρες του βυθού.
Ένα θαμπό χαμόγελο με λάβωνε
κι ένα κορμί το απόγευμα που γύριζε κατά τη δύση του
-*-*-*-*-*-*
Όλα τα παραπάνω ανήκουν σε στιγμές μοναδικές, που τις νοσταλγώ. Δεν έχει περάσει μέρα και νύχτα χωρίς να τον σκέφτομαι, από τότε που εκείνος ο άνθρωπος - κομμάτι του οποίου βρίσκεται και θα βρίσκεται πάντα μέσα στη ψυχή μου - μου τα αφιέρωνε, εκείνα τα βράδια που δε ξημέρωναν ποτέ. Τί νιώθω γι αυτόν τον άνθρωπο; Δύσκολα μπορώ να περιγράψω, γιατί είναι πολλά και κάποιες φορές αντιφατικά. Πάνω από όλα είναι ο αδελφός που ποτέ δεν είχα, ο άνθρωπος που όσο κοντά η μακριά βρισκόταν, πάντοτε καταλάβαινε τί ένιωθα, τί συνέβαινε στη ζωή μου, τί λαχταρούσα. Ισορροπίες τόσο λεπτές...

Ξέρω πως έσβησε πριν από κάποια χρόνια. Έτσι τουλάχιστον έμαθα. Μέσα μου έχω ακόμη τις αμφιβολίες μου... όχι γιατί μου αρέσει να ζω μέσα από και σε ουτοπικές καταστάσεις, αλλά γιατί μετά από τόσο καιρό και εντελώς απροσδόκητα έγινε κάτι τόσο μικρό, που οι συμπτώσεις του μου αφήνουν ακόμη την ελπίδα πως ίσως ακόμη να αναπνέουμε τον ίδιο αέρα.

Αν ζει, ξέρω πως θα με συγχωρέσει που αποτυπώνω τα λόγια του εδώ μέσα και θα το ξανακάνω γιατί έχω ανάγκη να τα βλέπω να υπάρχουν στη ζωή μου. Δε ξέρω αν τα λόγια ανήκουν κάπου αλλού, το μόνο που ξέρω είναι πως μου τα σιγοψιθύρησε κάποτε κι ας μην ένιωσα ποτέ την ανάσα του.


Όπου κι αν είσαι, να χαμογελάς κι εγώ κάθε φορά που βρίσκομαι κοντά σε θάλασσα, πετάω ένα βοτσαλάκι και λέω " Για σενα Α. μου"


10 σχόλια:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου