Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

Συλλειτουργεί Μοναχικότητα και Νύχτα..


Συλλειτουργεί Μοναχικότητα και Νύχτα..



Σιχαίνομαι αφάνταστα τη δηθενιά στους ανθρώπους.Εκείνο το τίποτε δεν είμαστε στις κηδείες και την επόμενη μέρα ο καθένας το χαβά του.. απεχθάνομαι τον ανθρώπινο φόβο για το θάνατο ενώ στην ουσία καθένας αρνείται ότι σαπίζει πολύ πριν πεθάνει απο εκατομμύρια συμβιβασμούς την κάθε μέρα..σιχαίνομαι τα ψευτικα τα λόγια τα μεγάλα..που ποτέ δε μάτωσαν για να γίνουν πράξεις.




Με θλίβουνε οι ερωτες που δεν αντέχουν να γίνουν αγάπη..οι άδειες αγκαλιές ..το Μαζί και μόνοι..τα τέλματα τα αδιέξοδα και οι δειλές προφάσεις κι αντιφάσεις..σιχαίνομαι τη ματαιοδοξία την κενότητα και τον εγωισμό που κάνει τις στιγμές αλλόφρονες, απαξιωτικές και όχι μοιρασμένες.



















Ο Τόπος του Σήμερα




Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό. Όπου έχεις πιάσει τη ζωή σου στα πέτα
πρόχειρα με παραμάνες, όπου έχεις ράψει ένα κουστούμι για τις Κυριακές
με ελάχιστες Κυριακές να υπάρχουν, μία το μήνα και να πέφτουν χωρίς αναλογία όποια μέρα πετύχουν ένα κενό χαράς, ή κάτι άλλο σαν λαχείο, ή κάτι άλλο σαν άνθρωπο που σου χαμογελά, κι ακόμα ένα κάτι σαν είδηση που περιμένει η ψυχή σου. Που τη φέρνει άγγελος καλά κρυμμένος στο σεντούκι σου,
άγγελος ελπίδας χρονοβόρος, ακονισμένος απ’ την υπομονή σου
γεμάτος μπράτσα από αντοχές
βαμμένος κατάλευκος από όραμα
καψαλισμένος στις άκρες των φτερούγων απ’ το αχ σου
το βαχ σου και το περίμενε τους ουρανούς ν’ ανοίξουν·
μα κυρίως τσακισμένος απ’ τη βροχή με τις πέτρες
και το σιγανό ουρλιαχτό που σε συνοδεύει
όπου σταθείς, όπου βρεθείς, όπου νομίσεις πως είσαι,
για λίγο ή περισσότερο σε μι’ αγκαλιά με καρφίτσες.

Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό - δραπετεύεις απ’ τις ρωγμές ενός καθρέφτη
που τον ράγισες μια νύχτα με γροθιά χτυπώντας τον αέρα
εκεί που υπήρχε η αντανάκλαση του προσώπου σου,
που ενώ της χαμογελούσες σε αγριοκοίταζε.
Τώρα έμεινες μ' ένα πρόσωπο ανεκπλήρωτο και προσωρινό,
μ' ένα πρόσωπο που το συμπληρώνεις και γι’ αυτό πονάς: από μια γροθιά σου στην ταυτότητα
από ένα χαστούκι στην εικόνα σου, και σκορπίζει ο χρόνος·
γέμισε το μέλλον σου παρελθόν το παρελθόν σου μέλλον.
Στα κενά του δοχείου σου μετακινείσαι σαν νερό
προσπαθείς να κρατηθείς γερά απ’ το ρολόι του τοίχου
για να είναι εδώ και σήμερα κάθε μέρα
και δεν ξεχνάς να λες στον εαυτό σου
τρις μες τη μέρα συνειδητά: υπάρχω!

Χαμένος ανάμεσα σε ό,τι υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει
τσιμπολογάς κι απ’ τις τρεις περιπτώσεις πιθανότητες
και φτιάχνεις ολοκληρωμένη παρουσία
να τη ζήσεις κάποιο αύριο που διαρκώς απομακρύνεται.
Όμως έφυγες από έναν τόπο γνωστό
και το άγνωστο είναι το πιο γνωστό σου
κι ό,τι γι’ άγνωστο υπέθεσες και σε φόβισε
ήσουν πάλι εσύ – επιστρέφεις σε σένα
κι εσύ για σένα άγνωστος ποτέ δεν υπήρξες
σε υποδέχεται του αληθινού εαυτού σου η πρώτη αίσθηση·
μετά την πρώτη γέννηση δεν υπάρχει ξανά στον άνθρωπο
να νιώσει για πρώτη φορά.

Η Δημιουργία μιας Πραγματικότητας








   Ελαφρώς παραμυθιάζεσαι. Και πρέπει ελαφρώς να παραμυθιάζεσαι για να προχωράς και να φτιάχνεις τη ζωή σου παραμύθι. Βαθιά μέσα σου είσαι προσγειωμένος, βαθιά μέσα σου είσαι δεμένος με την πραγματικότητά σου. Το παραμύθι απ’ αυτό το δέσιμο ξεφεύγει και σε παίρνει μαζί του. Όμως την κρίσιμη ώρα θα λειτουργήσεις με τα δεδομένα σου, θα είσαι συνετός, γιατί μέσα σου ξέρεις την όποια αλήθεια σου. Την όποια σκληρή αλήθεια σου. Είσαι η αλήθεια σου όποια κι αν είναι αυτή. Όμως στον ορίζοντα δεν σταματά ποτέ να παίζει η σειρήνα τη φλογέρα. Ο ορίζοντας είναι βαθιά μέσα μας. Το μακρινό μας είναι μόνο βαθύτερά μας.Δεν προχωράς, εμβαθύνεις. Όταν δεν εμβαθύνεις δεν προχωράς.
 Η πραγματικότητα είναι στρόγγυλη, είναι κατάσταση, εσωτερική και κατά προέκταση ζωής. Υπάρχουν δύο ροπές, μία να προχωρήσεις να φτάσεις κοντά σ’ αυτή την κατάσταση που είσαι κι είναι και μια άλλη να φύγεις μακριά της. Φεύγεις μακριά της για να επιστρέψεις κοντά της. Η φυγή ανοίγει χώρο υποδοχής. Πηγαίνεις μακριά για να επιστρέψεις κοντά. Φεύγεις από σένα για να γυρίσεις σε σένα.  Η ροπή να φτάσεις κοντά της είναι πτωτική, η ροπή να φύγεις μακριά της ανοδική, ανάμεσα στις δύο ροπές εμφανίζεται η αντίσταση. Οι δύο ροπές είναι μία, ροπή δεν υπάρχει παρά μόνο η πλεύση. Πλεύση δεν υπάρχει παρά μόνο η σύμπλευση.
  Δεν θέλεις την πραγματικότητα να δεχθείς, όμως η ίδια η ροπή είναι να τη δεχθείς. Το ν' αφεθείς σ’ αυτό που είσαι κι είναι εμφανίζεται με κίνδυνο. Όμως για ν’ αλλάξεις αυτό που είσαι θα πρέπει να πας κοντά του .Αλλάζει αυτό που είναι απ’ αυτό που είσαι.
 Η πραγματικότητα αλλάζει απ’ την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα δεν αλλάζει από απόσταση. Η πραγματικότητα είναι πηγή πραγματικότητας, για ν’ αλλάξεις το νερό της πρέπει να γίνεις νερό. Το νερό αλλάζει απ’ τον χρωματισμό του.
 Η πραγματικότητα είναι συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Είναι λαμβάνεις υπόψη δεδομένα, είναι λαμβάνεις υπόψη τον εξωτερικό παράγοντα που είναι ισχυρός. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος ν’ αλλάξεις μια πραγματικότητα απ’ εκείνον το να μην πιστεύεις για ένα διάστημα χρόνου ούτε στα μάτια σου ούτε στ’ αυτιά σου. 
Αν πιστεύεις στα μάτια σου και τ’ αυτιά σου βλέπεις και ακούς πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο τρόπος που βλέπεις και ακούς είναι είτε θετικός είτε αρνητικός. Το θετικό και το αρνητικό είναι μέσα μας, η κατάσταση είναι ουδέτερη. Η κατάσταση χρωματίζεται με το χρώμα μας.
 Η πραγματικότητα είναι απλώς πειστική. Αλλάζει ασκώντας πειθώ στον εαυτό μας. Στην προσπάθειά μας αυτή ίσως να χρειαστεί να πείσουμε μερικούς ή να πεισθούμε απ’ αυτούς. Όταν έχεις πεισθεί για μια νέα πραγματικότητα την έχεις. Γιατί ό,τι πεισθείς κυριολεκτικά είναι αλήθεια. Πείθεσαι από ένα πεδίο βαθύτερο του πιστεύω. Το πιστεύω είναι προσωρινό, η πείθω χωρίς τέλος. Είναι δύσκολο κάποιος να πεισθεί επειδή η πειθώ είναι αμετάκλητη, δεν επιστρέφει. Από ένα σημείο και μετά δεν υπάρχει μετάνοια. Αν υπάρχει χώρος μετανοίας δεν υπάρχει ολοκλήρωση. Για να υπάρχει περίπτωση μετάνοιας υπάρχει αμφιβολία.  Σε αυτό δεν υπάρχει λάθος. Αν υπάρχει είναι ολοκληρωτικό. Μπορεί να είναι όλο λάθος. Όμως τ' ολοκληρωτικό λάθος είναι σωστό. Έτσι εξηγείται το μισό του κόσμου. Για να είναι κάτι λάθος θα πρέπει να είναι ανολοκλήρωτο. Όταν είναι ολοκληρωμένο είναι τέλειο. Όταν είναι τέλειο δεν αφήνει περίπτωση λάθους. Ό,τι ολοκληρώσεις έχει πραχθεί. Ό,τι έχει πραχθεί είναι έτσι. Η πράξη είναι αυτοδικαίωση. Η πράξη είναι κίνηση. Η κίνηση σε βγάζει. Η κίνηση δεν έχει αμφιβολία.

Το Εγώ κι η Ύπαρξη






 Μια μέρα, άνοιξη ήταν, καθώς προχωρούσα σ’ έναν δρόμο, πάνω στην αφέλειά μου - γιατί μόνο πάνω στην αφέλεια και την αθωότητα μπορεί αυτό να σου τύχει - μού ξεκουκουλώθηκε η ύπαρξη. Ήταν σαν να έφυγε το καπέλο της και μια αίσθηση ελαφριά. Απόμεινα με μια αισθαντικότητα πολλή όμορφη, χαρούμενη κι ανάλαφρη· ο ήλιος έλαμπε υπέροχα και τα λιθάρια άστραφταν.  Παιδική και ξέγνοιαστη ατμόσφαιρα κι άκουγα τις σκέψεις πού μου έφερνε.
 Κατάλαβα τότε, πως ο πολιτισμός για την ύπαρξη είναι όλος ξένος, ξένο σώμα. Ξένο αίμα. Αναρωτήθηκα τί θέλει η ύπαρξή μου αν χαθώ εγώ.  Και κατάλαβα τότε πως η ύπαρξη δεν θέλει, παρά μόνο μερικά πράγματα χρειάζεται.
 Μού αντιγύρισε απάντηση στην ερώτηση πως χρειάζονταν ελάχιστα πράγματα. Ένα μήλο τη μέρα, ένα πορτοκάλι και να είναι ελεύθερη στους κάμπους να τριγυρίζει. Όμως απ’ την απέναντι πλευρά αυτής της σκέψης και της αίσθησης, ένα τεράστιο βάρος απαιτήσεων ούρλιαζε, κι ούρλιαζε ακριβώς να το δεχθώ ως αλήθεια και να το ασπαστώ. Ένα μεγάλο κύμα απαιτήσεων χτυπούσε με λόγχες βάρβαρες την καρδιά, ένα κύμα απαιτήσεων που με τύφλωνε. Δύο λογιών καμπάνες χτυπούσαν, μία του πολιτισμού μία της ύπαρξης. Τις άκουγα εξίσου καθαρά και τις δυό.
 Η ύπαρξη έλεγε απαρνήσου τα όλα αυτά που ξέρεις, δεν είναι δικά σου, κάντο γιατί θα με σκοτώσεις στο τέλος κάτω από το βάρος αυτών των παράλογων απαιτήσεων. Η άλλη μου φύση, η δεύτερη, του εγώ και του πολιτισμού, έλεγε: πρόσεχε την ύπαρξη και τα λόγια της, είναι γλυκιά, θα σε ξεγυμνώσει, δεν μπορείς να ζήσεις ως ύπαρξη στον κόσμο μας, δεν υπάρχει χώρος γι’ αυτό, δεν έχει υπάρξει μέριμνα για να ζήσει ο άνθρωπος ως φύση κι ύπαρξη στον πολιτισμό. Αν σε κερδίσει η ύπαρξη - με την καθολική ομορφιά της που έχει - τότε μία ζωή σου μένει, η ζωή του Χριστού.  Και στη ζωή του Χριστού όλοι οι κανόνες του Χριστού ταιριάζουν. Και ταιριάζουν άμεσα κι έμπρακτα κάθε μέρα και στην καθημερινότητά της,  όχι υπόγεια το Πάσχα μόνο και τα Χριστούγεννα σαν ύποπτοι κλέφτες συνειδήσεων, τύψεων κι ενοχών. Γιατί η ύπαρξη έχει ακριβώς ξεγυμνώσει απ’ τα σπλάχνα της Χριστό και τον έχει φέρει στην επιφάνεια, δεν τον κρύβει και δεν μαλώνει μαζί του. Η ύπαρξη έχει ξεγυμνώσει απ’ τα σπλάχνα της Παναγιά, δεν την κρύβει και δεν μαλώνει μαζί της. 
 Γιατί με ένα πράγμα μόνο μπορείς να μαλώνεις: με το κρυπτό σου. Με εκείνο που βλέπεις αποκλείεται. Όμως μαλώνεις με το κρυπτό σου επειδή αυτό απ’ την όρασή σου αποκλείεται.
 Η ύπαρξη, σκέφτηκα,  θα σου ζητά διαρκώς να απαλλαγείς και να απαλλαγείς, να ξεφορτώνεσαι, να πετάς τα βάρη στη θάλασσα. Η ύπαρξη είναι σειρήνα και παίζει διαρκώς απ’ το βάθος μια πανέμορφη μουσική, αν την ακολουθήσεις, στο τέλος, θα μείνεις ένα μικρό όμορφο ζωάκι, και που αυτό? Καταμεσής των θηρίων του πολιτισμού. Καταμεσής της ατόφιας βαρβαρότητας. Ποια η τύχη της ύπαρξης σ’ αυτή την κατάσταση? Η ύπαρξη δεν έχει ίχνος πονηριάς, δεν θέλει σχεδόν τίποτα γιατί τα έχει όλα. Και τα έχει όλα γιατί ζει στην πληρότητα. Στην πληρότητα ελάχιστα χωρούν και τα πράγματα ελάχιστη χαρά φέρνουν, η χαρά της ύπαρξης είναι δεδομένη για να περιμένει να χαρεί με το ένα ή το άλλο. Η ύπαρξη δεν χαίρεται, είναι χαρούμενη.
 Τότε κάθισα σε μια πέτρα και ζύγισα τα πράγματα. Δύο ξεκάθαροι δρόμοι ανοίγονταν μπροστά μου. Ο ένας μία παλιά και ξεχασμένη φλέβα που ανακάλυπτα μέσα μου, της μοναχικότητας και του μοναχισμού. Πίστεψα πως όλοι έχουν μια τέτοια φλέβα σκεπασμένη, που μόνο σε ορισμένους φτάνει ν’ αποκαλυφθεί, αφού ενδώσουν σε έναν βαθμό στην απομόνωση και τη φτάσουν να την αγγίξουν και να την αναγνωρίσουν.  Η φλέβα του ν’ απαρνηθείς έναν κόσμο που γνώρισες ολότελα και να προσχωρήσεις σ’ έναν άλλον.
 Είναι το κάλεσμα αυτό γλυκό. Παίρνει όλη την αφοσίωση από έναν τόπο και την ρίχνει σ’ έναν άλλο. Κι είναι γλυκό το κάλεσμα γιατί αυτό που νιώθεις ν’ απαρνιέσαι δεν είναι τίποτα άλλο από μια στοίβα προβλήματα, άγχη, καταναγκασμούς, πόνους, αγωνίες, πρέπει, υποχρεώσεις και πράγματα που απεχθάνεται η φύση της ύπαρξης και το κελάηδημά της. Ένα δηλαδή ολόκληρο μαύρο καράβι καμουφλαρισμένης δυστυχίας που σέρνει κανείς μαζί του στη ζωή. Απ’ την άλλη σε αυτό που νιώθει κανείς ν' αφοσιώνεται είναι καθαρός χρυσός - εξού και το γλυκό κάλεσμα.

Αποστασία



Ξέρεις πως είναι να νιώθεις την αγάπη
να γλιστράει μέσα από τα δάχτυλα σου;

Να στυλώνεις το μάτι στο φευγιό της
και να βλέπεις μόνο τα ίχνη στην άμμο
καθώς τα σβήνει ο άνεμος;

Να την ακούς να ξεμακραίνει
και συ ακόμα να νομίζεις
πως στέκεσαι όρθιος και την κοιτάς;

Να γλείφεις το αίμα στα χείλη
Να κυλάει η πίκρα στο στόμα
και η λύσσα να σου σκάβει το μυαλό;

Να θες να στάξεις από παντού
χιλιάδες "μη φεύγεις αγάπη μου"
και να σφαλίζει το στόμα σου
η αναθεματισμένη ανάγκη ανάσας;

Σωριασμένος νιώθεις...

παιδί που μόνο για μια στιγμή ανάσανε νιώθεις

νεκρική σιγή και ουρλιαχτά μαζί νιώθεις

εκκωφαντικά δάκρυα να νομίζεις πως είναι σιωπές νιώθεις

παγωμένη απελπισία να καίγεσαι νιώθεις

χίλια μαχαίρια να μπήγονται μέσα σου νιώθεις

αγέλη λύκων να κατασπαράζει τα σωθικά σου νιώθεις

αίμα πηχτό να τρέχει από τα μάτια σου νιώθεις

πυρηνικό όλεθρο να σε εξαϋλώνει νιώθεις

χίλιες σφαίρες να σκάνε ταυτόχρονα πάνω σου νιώθεις

ήρωας που ξεψυχά με την πατρίδα στο στόμα νιώθεις

οι σάρκες να σκίζονται και να τις τρώνε τα όρνεα νιώθεις

χίλια κομμάτια στο σύμπαν σπαρμένα νιώθεις

χίλιους τρόπους να πεθαίνεις νιώθεις

-όσοι και οι τρόποι που αγάπησες -

Κι εσύ Γυναίκα;

Εσύ που χίλιες φορές ευχόσουν να νιώσεις;

Τώρα που έφυγε;
Τώρα, γιατί νιώθεις γυναίκα χωρίς αιτία;
-mips-