Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2016

Μια φορά μονάχα φτάνει _ Γιάννης Πουλόπουλος Αγάπες και Λουλούδια Γεωργία Χατζηγεωργίου





Οι παλιές αγάπες για να ζωντανέψουν θέλουν χάδια

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που χώρισαν η Βάσια με το Νίκο. Κανένας δεν προχώρησε ουσιαστικά παρακάτω.
Σεξάκια δεξιά κι αριστερά, διαδικτυακά καβλαντίσματα για να περνάει η ώρα, άντε και live φλερτάκι σε κανένα μπαρ για ν’ανάψουν τα αίματα.
Η ομορφιά της και η εξυπνάδα του τους έφερε κοντά. Το κατ’εξακολούθηση κέρατο,
τους χώρισε.
Κέρατο του Νίκου με μια πιτσιρίκα σερβιτόρα στο μαγαζί που δούλευε σαν dj.
Ε, και δυο-τρεις τσαχπίνες πελάτισσες. Πως να το κάνουμε; Αν ο άντρας το έχει μέσα του το τσιτσίνισμα και τη Μπελούτσι να έχει δίπλα του, θα ξενογαμήσει.
Ήξερε που θα «έμπλεκε» η Βάσια αλλά όπως όλες μας, δεν το πίστευε.
Μη σας τα πολυλογώ, χώρισαν πολιτισμένα, χωρίς νεύρα, φωνές και τσακωμούς. Μάζεψε τα πράγματά του απ’το σπίτι της και γύρισε στο πατρικό του.
Μετά από πέντε χρόνια κοινού βίου άνευ γάμου και βέρας και με τον έρωτα να έχει πάει περίπατο ήταν αναμενόμενο να χωρίσουν έτσι «Σουηδικά».
Ζούνε στην ίδια πόλη. Όσο μικρή και να είναι είχαν καταφέρει να μη συναντηθούν.
Εκείνη απέφευγε τα στέκια του, εκείνος απέφευγε τα δικά της.
Όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί μισούσαν και οι δύο την αμηχανία της πρώτης συνάντησης μετά από καιρό. Η Βάσια έτσι κι αλλιώς τον είχε συγχωρήσει μέσα της.
Είχαν βέβαια κοινούς φιλούς. Εκείνη η -τόσο καιρό προς αποφυγή- συνάντηση έγινε τελικά στο γάμο του καλού τους φίλου, του Γιάννη.
Τυπικούρες, παγωμένα σταυρωτά φιλιά και βλέμματα στο κενό.
Το κέφι άναψε, το κρασί έκανε σωστά τη δουλειά του και τα καλά μας τα παιδιά ήρθαν όλο και πιο κοντά.
Εκείνο το βράδυ λοιπόν κοιμήθηκαν μαζί. Και ήταν όμορφα. Κάτι έλειπε, αλλά ήταν όμορφα.
Τα χρόνια που πέρασαν, η μοναξιά, η ανάγκη για μια μόνιμη αγκαλιά και για οικειότητα,
τους έφερε ξανά μαζί.
Στην ίδια σχέση, στο ίδιο σπίτι, της Βάσιας, στους ίδιους ρόλους.
Λάθος. Μέγα λάθος.
Όλοι λένε πως αν σπάσει το γυαλί δεν ξανακολλάει. Και είμαι στη δυσάρεστη θέση να συμφωνήσω μαζί τους αν και γνωστό, αντιδραστικό και υπεραισιόδοξο πλάσμα.
Αν μάλιστα ο λόγος που το γυαλί ράγισε και στη συνέχεια έσπασε είναι η απάτη, όχι, δε θα ξανακολλήσει. Όχι εύκολα τουλάχιστον. Πάντα μέσα στο μυαλό θα τριγυρνάει η αμφιβολία χεράκι-χεράκι με την καχυποψία, κολλητές από παλιά.
Γενικά καλό και ορθό θα ήταν να μη γυρνάμε σε μια τελειωμένη σχέση μετά από καιρό γιατί το βασικό συστατικό του έρωτα, η λαχτάρα να μάθεις και να γνωρίσεις τον άλλο έχει εξατμιστεί.
Αφήστε δε, που δεν παίζουμε στην «Αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού» και δεν υπάρχει καμιά κλινική που να σβήνει τις κακές αναμνήσεις, δυστυχώς.
Αν το γυαλί ξανακολλήσει θέλει πολλά απαλά, αληθινά, θεραπευτικά χάδια για να σβήσουν τη ρωγμή του.
Έχεις να τα δώσεις; Αντέχεις να τα δώσεις;



Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

αιμάτινη ιαχή




τότε που έπρεπε - το τώρα στο χέρι ∙ κλειδί χάλκινο, με
τέσσερεις ρόδες, και ουρανό χιλιομέτρων, σε απειρογώνιους ορίζοντες μ’
αιμάτινους θυρεούς  - να θυμίζουν
περίβλημα - εκείνο που πέρασε σε νυν της δίψας. με κινητήρα υπερκόσμιων τινάζω
ύψη, φουσκώνοντας ύψη στο στήθος, που δε λούφαξε σε βόλεμα επαιτικών φιλιών -
λεύτερος σε μυσταγωγική χορογραφία καταιγίδας, κι ανεξάντλητος μεταφυσικός -
φυσικός κι επίμονος ερευνητής, γι' αυτό δεινός δύτης σ' αινίγματα τούνελ, που
στηρίζονται οι περπατησιές.
κι ας αρουραίο, με λένε, που χάνομαι τις νύχτες - χαϊδεύω
και πάλλομαι σ' επτά συντριβές με τριβές και σπίθες, βυζαίνοντας ρώγες ατίθασες
που χλιμιντρίζουν Ιππολύτη. 
σαν ξημερώνει δε γονατίζω στο εννιά. το ερωτεύομαι κοιτώντας
το στα μάτια, κι αυτό μου μιλά μελωδικά - μια εξαϋλωμένη μελωδία, σαν κορίτσι υπαρκτά
φανταστικό (και μήπως φανταστικές δε μοιάζουν οι εκστάσεις -;-), που κάπνισε
λυγμό κάτω απ' το δέντρο που κρεμάστηκε ο δίδυμος θεός, κι αμαρτωλό αναμάρτητα
γδύθηκε με πόδια ανοιγμένα, με ουτοπικό παράστημα και μια αγκαλιά υπέρ των
πάντων, κρατώντας μαχαίρι, λοστό, και αίμα. πίνω το αίμα, μαχαιρώνομαι, κι
ελίσσομαι ανάμεσα. μια ρεματιά ορμών ο θεός, που κρεμάστηκε. πνίγομαι και φεύγω
μένοντας σε παντού – ανίατος ιππέας – και ιππεύομαι με κινητήρα ορμής, κι εσωτερικής
ερωτικότητας, με μια Ηώ, μια Ιππολύτη, με Ζώνη κύκνειας προστυχιάς στην αυγινή κραυγή των μυστών.

άγρυπνες φυλακές



















δε γουστάρω να μ' αθωώνει ο κόσμος σου -!-
τυφλός σέρνεται και απορεί συνεχώς..
πώς αγαπώ -;-  πώς φιλώ -;- πώς φιλιώνω με το κύμα έξω απ' τα μπουρδέλα των συναθροίσεών σου, σε μιας φυλακής το παράλογο, κι ενός κενού την πυγμή -;-
στα μυστικά σου κοιτάγματα, που πετιούνται τα μάτια των πουλιών σε πάγκους παζαριών, μοναχός γκρεμίζομαι / σκορπίζομαι σε χορδές σπασμένες / και διαμοιράζομαι / δέκα κουρέλια νύχτα στα άστρα. - εκεί ο Ωρίωνας με συνεπαίρνει και ξεκουράζει τη φαντασία μου.
εσύ μη μ' αθωώνεις -!- κι ούτε να μιλάς τη σιωπή σου. η ντροπή του κόσμου σου, αποτρέπει τη ζωή μου στους επιζώντες. / κι έτσι με βλέπεις νεκρό από τοίχο σε τοίχο - / δροσουλίτης στα μέσα των φθινοπώρων / λίγο πριν το χειμωνιάτικο στεναγμό. /
*ο Σείριος ξενυχτά στα καμώματά μου. Η δικιά μου αποκάλυψη με την τελευταία μου ανάσα· μια γλώσσα ανήκουστα υγρή, να ρέει εσώτερη φυλή ανεπεξέργαστων μύθων. Μόνο μη μ’ αθωώσεις -!- κρύψου πολύ! Αιμορραγούν οι κατάρες και σ’ ερωτεύομαι κι άλλο. Τόσο, που θα λεν: «ένας Νεκρός και λάλησε τα σκήπτρα.»
 Εσύ κρύψου στους εκατό της μοναξιάς αιώνες – / κοσμική παρένθεση λεπρών δευτερολέπτων - / πριν το χορό σου - πρόκληση / κι αναπάντητη θηλή τα ερωτήματά μου / με ξένη μας ρωγμή. / και τώρα, που φούσκωσαν οι τελετές, σκίζομαι μνήμα – καθρέφτη / που εντοπίστηκαν τα δάκρυα. / σε προσωπεία σάρκινα μια αλητεία που τρομάζει / όταν μιλώ, το ρεμάλι σου, κι / εσύ πόρνη άδολη, / όταν φιλώ, η αποφυγή σου, / κι εσύ κρυψώνα της γύμνιας σου. / κρύψου σου λέω! Ένας νεκρός γαβγίζει στη φυλακή σου αιώνες αιώνιους / σε μνήμες άγρυπνες. Κρύψου κι άλλο!*

σκοποί διαιώνιοι





ανάμεσα σε ηθική κι ανηθικότητα, τ' αδιέξοδα Όχι σε μονοσύλλαβα Ναι, θέλουν Πνοές να υπερβούν το σαδισμό της προφοράς και πράξεις να γενούν - έτσι, χανόνται οι ανάσες μες στα μολύβια και μπλοκάρουν τις αντιστάσεις.
όσοι βρισκόμαστε δεν έχουμε σταθεί ποτέ στων γραμμάτων τις πλαγιές, κι οι λεωφόροι τους δε μας τρομάζουν. ούτε στις γωνιές τους στριμωχνόμαστε για να καπνίσουμε στα κρυφά - άσαρκα σαρκωμένοι ράβουμε τα χείλια και πιάνουμε τον κασμά. οι τοίχοι υποχωρούν στο σφύριγμα και στο πάθος.
κάθε που γεννιέμαι σφυρίζω σκοπούς διαιώνιους, ν' αγγίζω άκρηες, να φυλάττω τις άκρες μου, εισχωρώντας απ' το περίγραμμα των χειλιών σου στο στόμα σου. καιόμενος στη λάβα σου δεν υποχωρώ, ερωτευόμενος την έννοιά σου. με εξέγερση των μορίων μας, μιλημένα αμίλητα τα κορμιά σμίγουν πέρα απ' το φράγμα του απόλυτου. άναρχοι ταξιδιώτες ξηλώνουμε τα δήθεν καλλιγραφικά παραχάραξης των γραμμάτων, από μια Ιστορία που επιβλήθηκε από μια αρχή της άβυσσος, και πλατσουρίζουμε γυμνοί σε συμπαντική θάλαττα.
Εσύ κι εγώ. Μαζί φέρουμε την ηδονή του άχρονου έξω απ' τη σκόνη των αθλίων.

πνευστά ανυπόταχτα

Πυρρίχιος κρατιέμαι πνευστός
και αδυσώπητη Νύχτα μου δίνεις
σε τρέμουλο της φωνής σου, πριν το φόνο μου μαχαίρι,
γιατί τα θέλησα Πάνας, σε ανυπότακτη τελετή ζωής,
αναρχικός δύτης στου κορμιού σου το σπάραγμα,
σκίζοντας κατασκευασμένους βατήρες,
ενώ μετρούσες τα δάχτυλα
- δέκα και ξέχναγες τα κεριά μου που έλιωναν.
Το κοίταγμά σου κενό
στο κοίταγμά μου κραυγές ανυπόδητες
Και να πίνω "θέλω" και να μένω γυμνός
στα μαστίγια των φόβων σου
Να ξεκουμπώνεις με ταχύτητα σκότους τα μάτια μου
εξοστρακίζοντας τα φιλιά μου.
Μαχαιρωμένο σκυλί σε επτά ουρανούς
σταματώ να γρυλίζω. Δεν απορώ.
Τετραπληγικές οι κλήσεις σου
κι η γλώσσα μου ανείπωτα υγρή στις μνήμες των παρακλήσεών σου
να τινάζει τα γράμματα αστέρια στους αιώνες,
κι εσύ να μένεις σκισμένο δέρμα,
από πολυχρησία φοβική.
Σφαδάζουν τα εννιά κορμιά μου
στο φόνο μου το δόλιο
κι η υπεροψία σου σε βάση σαθρή,
ακόμη μαχαιρώνει αιθερική σκιά -
τον αιθέρα μου στη φυσική σου αύρα
να τρακάρω το χρόνο
και να μένω κέδρος
για Σένα, στην κόλαση των συμπλεγμάτων σου,

αερικά


  
σκουριασμένα τσεκούρια στις σάρκες μας διοικούν τα μυαλά μας.
σάπισαν οι σάρκες.
φρίττει ο χρόνος. μας αφήνει πίσω. στη λήθη η κραυγή.
εξ αέρος ρίψεις κρατικής μαλακίας. με πατινάζ στο χάος.
αηδία οι θεωρίες στους τόμους. μπλεχτήκαμε στα κόμματα με άνω την τελεία. και
τα αποσιωπητικά, μας μαστούρωσαν. χρονοβόρες οι παραισθήσεις μας, και πιάσαμε χορούς. στραγγίξαμε χοροί κι αποθανατιστήκαμε καρνάβαλοι.
το παιδί μας, μεγάλωσε. μας φτύνει τη φυλακή του κατάμουτρα. ξεχάσαμε την απεργία, και το παιδί το κρεμάσαμε σε ερείπια πόλης βιασμένης. βομβαρδιστικά στο πιάνο της ψυχικής μας ελίτ- αποπνικτική δυσωδία. με κορδέλες, για εγκαινίαση του βούρκου μας.
το παιδί μας σαλπάρει. καπετάνιος του είναι του, γρατσουνίζοντας το λίγο μας φαγητό μπαγιάτικο. τότες που ο πιανίστας - καρδιά μας, προδόθηκε απ' το διχασμένο μας εαυτό.
το παιδί, άντρας, ε;! το βλέπεις; το παιδί άντρας!

στο Νίκο Ρωμανό, που δε λύγισε, και καπετανεύει στους Κόσμους.
στα παιδιά που αποθεώνουν με τόλμη το ταξίδι του.
και σε σένα, ακόμη, που δεν ένιωσες, που δε μ' ένιωσες ή που φοβηθηκες να νιώσεις..

μεθυσμένα τα μυστικά




















 
άδηλα πρόσωπα
/ στην υποψία του αιώνα, χαμός στα πεζοδρόμια /
στο φεγγάρι του νόστου
/ υπεραστικές διαδρομές σαρκοβόρες χειλιών /
ματωμένα φτερά
/ γενναιότητα διαχρονική να θηλάζω απών /
στεγνώνουν τα μάτια
όταν αγριεύει η καρδιά
/ ερωτεύσιμες οι βροχές όταν αδειάζουν τις εποχές μας στις μνήμες /
τι κι αν κύλησε το μπλε στα βαθιά -;-
πάντα το ξίφος καρφώνει αστέρια
μέσα σε περιστατικά που ξέφυγαν τον ξαφνικό -
θάνατος ή έρωτας..; ένας ο λυγμός
πορεία στη στάση του τρένου που ενδέχεται -
καθορισμένη ώρα
πυξίδα ώρα -
κοτσίδα κοριτσιού που ξέχασε να μεγαλώσει
αφού έσταξαν τα ύδατα κόκκινο στο στήθος του
σκίζε χρώματα Εσύ! σκιρτούν οι αισθήσεις,...,... _____________
η ώρα δείχνει φεγγάρια στα βάθη