Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Ο πρίγκιπας και ο άγγελος

Ο πρίγκιπας και ο άγγελος


Ο άγγελος  έκρυψε τα φτερά του κάτω από το παλτό του  και περπάτησε δίπλα του, στους χιονισμένους δρόμους. Ο  πρίγκιπας αγαπούσε το χιόνι  περισσότερο από την ψυχή  του. Η παγωνιά  έκανε τα φτερά του αγγέλου να μουδιάζουν. Ο πρίγκιπας πήρε μια χούφτα χιόνι  Κοίταξε τον άγγελο.«Θέλεις ?» τον ρώτησε . «Κρυώνω, » απάντησε ο άγγελος. Ο παγωμένος πρίγκιπας γέλασε « Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς χιόνι  » είπε . « Εγώ μπορώ» απάντησε ο άγγελος. Έβγαλε το παλτό του .Το ακούμπησε στις πλάτες του πρίγκιπα. « Να το φοράς να ζεσταίνει τη ψυχή σου » είπε, άνοιξε με κόπο τα μουδιασμένα  φτερά του και πέταξε μακριά .


Ο χαμένος πρίγκιπας έβαλε τον άγγελο πάνω στη σχεδία . Τρόμαζε κάθε φορά που ο άγγελος κουνούσε τα φτερά του για να ξεμουδιάσουν . «Θα πετάξεις?» ρωτούσε φοβισμένος. «Είμαι μαζί σου» απαντούσε ο άγγελος «είμαι πάνω στη σχεδία που με έβαλες , αν θες  θα κάνω μαζί σου το ταξίδι». «Οχι» είπε ο πρίγκιπας «κάθε φορά που θα κουνάς τα φτερά σου εγώ θα φοβάμαι ότι η σχεδία θα αναποδογυρίσει» .Ο άγγελος έβγαλε όλη την ανάσα απο το στήθος του  στο πανί  « Εύχομαι το ταξίδι σου να σε βγάλει εκεί που θέλεις » είπε , άνοιξε προσεκτικά τα φτερά του και πέταξε  μακριά.

Η ψιλόλιγνη φιγούρα του θλιμμένου πρίγκιπα παραμέρισε τα κλαδιά  για να περάσει ο  άγγελος , σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω τους , τον ανέβασε στη ατελείωτη σιδερένια σκάλα που οδηγούσε στο δικό του βασίλειο . «Το βασίλειο μου είναι μια στάλα »είπε στον άγγελο  «Αν σου φτάνει, μου φτάνει» απάντησε αυτός . «Στο βασίλειο μου δεν υπάρχει χαρά , ο κόσμος ποτέ δε χαμογελάει. » είπε ο πρίγκιπας . Το βράδυ ο άγγελος κοίμισε στο στήθος του  το μελαγχολικό βλέμμα του πρίγκιπα. Το πρωί έβγαλε το χαμόγελό του και το ακούμπησε πάνω στα  χείλη του πρίγκιπα « Να το αγαπήσεις για να   κρατήσεις για πάντα »  είπε και άνοιξε για άλλη μια φορά τα φτερά του πετώντας  μακριά    .

Ο άγγελος ήταν κλέφτης. Έκλεβε πράγματα που κανένας σοφός άγγελος δεν θα ήθελε .Ότι έκλεψε από τους πρίγκιπες το κρατούσε μέσα σε σφραγισμένα κουτιά . Κάθε που βράδιαζε τα άνοιγε και άφηνε αυτά που  ήταν μέσα τους να ξεχυθούν τριγύρω .Μέχρι να κουραστεί. Το ξημέρωμα αποκαμωμένος τα αγκάλιαζε τρυφερά και τα ξανάβαζε στα κουτιά τους να ησυχάσουν .

Ο  πρίγκιπας αναζήτησε τον άγγελο που δεν άντεχε το κρύο. Το χιόνι που συνέχιζε να βάζει στις τσέπες του είχε αρχίσει να μουσκεύει το παλτό . Ο πρίγκιπας αναζήτησε τον άγγελο που έδιωξε. Χωρίς προορισμό η σχεδία του έμενε ακυβέρνητη και ο άνεμος τον πήγαινε εδώ και κει. Ο  πρίγκιπας αναζήτησε τον άγγελο που τον άφησε να φύγει. Δεν είχε καταφέρει να αγαπήσει το χαμόγελό  που του άφησε κι αυτό έσβηνε  σιγά σιγά.

Ο άγγελος  έβλεπε από ψηλά τους πρίγκιπες που τον αναζητούσαν. 'Ενιωθε κουρασμένος. Τα φτερά του τον πονούσαν. Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε  τα σφραγισμένα  κουτιά  που μέσα τους κράτησε για  χρόνια δικά του αυτά που τους έκλεψε , την παγωνιά,  τα κύματα και  τις πληγές τους .
 «Μικροί   λατρεμένοι μου πρίγκιπες του τίποτα, δεν έχω  τίποτα να δώσω πια » ψιθύρισε και απέμεινε να τους κοιτάει …γυμνός, άπνοος, θλιμμένος … 

Arania
 
Subscribe Free

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου