Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό. Όπου έχεις
πιάσει τη ζωή σου στα πέτα
πρόχειρα με παραμάνες, όπου έχεις ράψει ένα
κουστούμι για τις Κυριακές
με ελάχιστες Κυριακές να υπάρχουν, μία το
μήνα και να πέφτουν χωρίς αναλογία όποια μέρα πετύχουν ένα κενό
χαράς, ή κάτι άλλο σαν λαχείο, ή κάτι άλλο σαν άνθρωπο που σου χαμογελά, κι
ακόμα ένα κάτι σαν είδηση που περιμένει η ψυχή σου. Που τη φέρνει άγγελος καλά
κρυμμένος στο σεντούκι σου,
άγγελος ελπίδας χρονοβόρος, ακονισμένος απ’ την
υπομονή σου
γεμάτος μπράτσα από αντοχές
βαμμένος κατάλευκος από όραμα
καψαλισμένος στις άκρες των φτερούγων απ’ το αχ σου
το βαχ σου και το περίμενε τους ουρανούς ν’
ανοίξουν·
μα κυρίως τσακισμένος απ’ τη βροχή με τις
πέτρες
και το σιγανό ουρλιαχτό που σε συνοδεύει
όπου σταθείς, όπου βρεθείς, όπου νομίσεις
πως είσαι,
για λίγο ή περισσότερο σε μι’ αγκαλιά με
καρφίτσες.
Φεύγεις από έναν τόπο γνωστό - δραπετεύεις απ’ τις ρωγμές ενός καθρέφτη
που τον ράγισες μια νύχτα με γροθιά
χτυπώντας τον αέρα
εκεί που υπήρχε η αντανάκλαση του προσώπου
σου,
που ενώ της χαμογελούσες σε αγριοκοίταζε.
Τώρα έμεινες μ' ένα πρόσωπο ανεκπλήρωτο και προσωρινό,
μ' ένα πρόσωπο που το συμπληρώνεις και γι’ αυτό πονάς: από μια γροθιά σου στην ταυτότητα
από ένα χαστούκι στην εικόνα σου, και σκορπίζει ο
χρόνος·
γέμισε το μέλλον σου παρελθόν το παρελθόν
σου μέλλον.
Στα κενά του δοχείου σου μετακινείσαι σαν
νερό
προσπαθείς να κρατηθείς γερά απ’ το ρολόι του τοίχου
για να είναι εδώ και σήμερα κάθε μέρα
και δεν ξεχνάς να λες στον εαυτό σου
τρις μες τη μέρα συνειδητά: υπάρχω!
Χαμένος ανάμεσα σε ό,τι υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρξει
τσιμπολογάς κι απ’ τις τρεις περιπτώσεις
πιθανότητες
και φτιάχνεις ολοκληρωμένη παρουσία
να τη ζήσεις κάποιο αύριο που διαρκώς
απομακρύνεται.
Όμως έφυγες από έναν τόπο γνωστό
και το άγνωστο είναι το πιο γνωστό σου
κι ό,τι γι’ άγνωστο υπέθεσες και σε φόβισε
ήσουν πάλι
εσύ – επιστρέφεις σε σένα
κι εσύ για σένα άγνωστος ποτέ δεν υπήρξες
σε υποδέχεται του αληθινού εαυτού σου η
πρώτη αίσθηση·
μετά την πρώτη γέννηση δεν υπάρχει ξανά στον
άνθρωπο
Γιατί ποτέ δεν έφυγες από έναν τόπο γνωστό
μα από έναν τόπο σκληρό και άγνωστο
- διαφορετικά δεν θα έφευγες -
και δεν έχει τώρα αλλού να πας
παρά στα πρώτα σου μάτια να φτάσεις.
Δεν ήταν ένα τόπος γνωστός αυτός που
εγκατέλειψες
μα ένας τόπος προσωρινός
γιατί από έναν τόπο γνωστό ποτέ δεν φεύγεις
γιατί ο τόπος ο γνωστός είναι φιλικός και σε
χωρά
να ξαπλώσεις, ν’ αναπαυθείς, να γαληνέψεις -
να τεντώσεις αισθήσεις και πόδια.
Γιατί ποτέ την επιστροφή δεν νοσταλγείς απ’
τον τόπο σου
μα αν νοσταλγείς, αν πονάς, αν φοβάσαι, αν
διστάζεις
κι αν η αμφιβολία σε βασανίζει…
αν σου ανοίγεται απέναντί σου ένας τόπος
άγνωστος
τις νύχτες να κρυφοκοιτάζεις…
είναι το ακριβώς αντίθετο που συμβαίνει
είσαι ήδη σ’ έναν τόπο άγνωστο
και κατευθύνεσαι προς έναν τόπο γνωστό
τόσο γνωστό, που σαν την πρώτη σου ζεστή
φωλιά
βολεύεται στα μάτια σου
… και δεν σου περισσεύει, δεν σου υπολείπεται
τίποτα,
να φοβηθείς και να ελπίσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου